- κτηνάνθρωπος
- ο бран. скотина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κτηνάνθρωπος — και χτηνάνθρωπος, ο άνθρωπος που έχει ένστικτα, διαθέσεις και εκδηλώσεις κτήνους, απάνθρωπος και σκληρός ή ακόλαστος και ασελγής, ανθρωπόμορφο κτήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κτηνάνθρωπος — ο ο άνθρωπος που έχει ένστικτα και διαθέσεις κτήνους, ο απάνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωάνθρωπος — ο 1. αυτός που πάσχει από ζωανθρωπία 2. μτφ. κτηνάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Δ. Γρ. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
υπάνθρωπος — ο άνθρωπος δίχως στοιχειώδη ανθρωπιά, άνθρωπος κατώτερος ηθικά, κτηνάνθρωπος: Βαρβαρότητες κάνουν οι υπάνθρωποι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)